Βασιλική Ι. Παπακίτσου
Η Προσωποκεντρική προσέγγιση διαμορφώθηκε το 1940 από τον Αμερικάνο Ψυχολόγο Carl Rogers. Σύμφωνα με τον Rogers, όλοι μας έχουμε μία εγγενή τάση προς την αυτοβελτίωση και την αυτοπραγμάτωση. Ωστόσο, τα βιώματα, οι εμπειρίες και ο τρόπος που έχουμε μεγαλώσει, το περιβάλλον στο οποίο ζούμε, μπορούν να μας αποπροσανατολίσουν, να μας απομακρύνουν από τις δικές μας επιθυμίες και τον αληθινό μας εαυτό, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούμε σε μία «λανθασμένη» εικόνα του εαυτού μας και σε πεποιθήσεις που εμποδίζουν την ανάπτυξη και εξέλιξή μας.
Πρόκειται για μία μη κατευθυντική προσέγγιση. Ο θεραπευτής δεν συμβουλεύει τον θεραπευόμενο, ούτε τον στρέφει σε κατευθύνσεις. Αντίθετα, στόχος του είναι να υποστηρίξει το «πρόσωπο», να δημιουργήσει μία ουσιαστική σχέση επικοινωνίας με τον θεραπευόμενο, μία θεραπευτική σχέση η οποία θα αποτελέσει το μέσο για την εξέλιξη, την ανάπτυξη, και τη θεραπευτική αλλαγή του θεραπευόμενου.
Σύμφωνα με τον Rogers, ο σκοπός της Προσωποκεντρικής Προσέγγισης δεν είναι η επίλυση ενός συγκεκριμένου προβλήματος, αλλά η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών που θα βοηθήσουν τον θεραπευόμενο να αναπτυχθεί, να εξελιχθεί ως άτομο, να αποκτήσει την αυτονομία του, την αυτοπεποίθησή του, ώστε να μπορεί να διαχειρίζεται και να επιλύει τα προβλήματά του, και να οδηγείται στην αυτοπραγμάτωσή του. Να φτάσει στο μέγιστο βαθμό της προσωπικής του ανάπτυξης αλλά και αξιοποίησης της προσωπικότητάς του. Με άλλα λόγια, να γίνει η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του.
Δίνει έμφαση στα συναισθηματικά, παρά στα νοητικά στοιχεία του ατόμου, στο εδώ και το τώρα του θεραπευόμενου, παρά στο παρελθόν. Τέλος, η προσέγγιση αυτή, εστιάζει στην θεραπευτική σχέση θεραπευόμενου – θεραπευτή ως αναπτυξιακή εμπειρία.
Για να μπορέσει να λειτουργήσει αυτή η θεραπευτική σχέση είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ασφάλειας όπου το άτομο νιώθει ότι τιμάται, γίνεται αποδεκτό, κατανοητό, χωρίς να του ασκείται κριτική. Μπορεί να είναι απολύτως ο εαυτός του.
Ο Rogers το 1957 δημοσίευσε τις «Αναγκαίες και Επαρκείς Συνθήκες της Θεραπευτικής Αλλαγής», ως αποτέλεσμα της κλινικής του έρευνας και εμπειρίας για τους παράγοντες που επιφέρουν την θεραπευτική αλλαγή.
Σύμφωνα με τον Rogers, για μπορέσει να υπάρξει θεραπευτική αλλαγή, θα πρέπει να υπάρχουν οι εξής 6 θεραπευτικές συνθήκες:
-
Δυο πρόσωπα, ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος, βρίσκονται σε μια ψυχολογική επαφή. Η πρώτη αυτή συνθήκη αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας αλλαγής του ατόμου.
-
Το πρώτο πρόσωπο (ο θεραπευόμενος-πελάτης) βρίσκεται σε κατάσταση “ασυμβατότητας” (incongruence) είναι ευάλωτο και αγχωμένο. Προσέρχεται όμως για θεραπεία διότι έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται την εσωτερική ασυμφωνία μεταξύ της αυτοεικόνας του και της βιωμένης εμπειρίας του, δηλαδή της πραγματικότητάς του.
-
Το δεύτερο πρόσωπο (ο θεραπευτής-σύμβουλος) βρίσκεται σε κατάσταση “συμβατότητας” (congruence) μέσα σε αυτή τη θεραπευτική σχέση. Είναι αυθεντικός, γνήσιος και ολόκληρος. Δεν υποδύεται κάποιο ρόλο μέσα στη θεραπευτική σχέση (congruent), ούτε φέρει την εικόνα αυθεντίας ή ενός τέλειου ανθρώπου-θεραπευτή.
-
Ο θεραπευτής βιώνει άνευ όρων θετική αποδοχή (Unconditional Positive Regard) για τον θεραπευόμενο. Τον αποδέχεται έτσι ακριβώς, όπως είναι. Δεν του ασκεί καμία απολύτως κριτική, και αυτό είναι πολύ σπουδαίο για τη θεραπευτική σχέση. Ο θεραπευόμενος νιώθει ασφαλής με τον θεραπευτή του, αποδεκτός, ώστε να εκφράσει ελεύθερα όλα εκείνα που τον δυσκολεύουν, να ξεδιπλώσει όλα εκείνα που ενδόμυχα τον πιέζουν, τον εμποδίζουν να εξελιχθεί και να βιώσει αρμονία στη ζωή του.
-
Ο θεραπευτής διαθέτει ενσυναίσθηση (empathy), και ενσυναισθητικά βιώνει το πλαίσιο αναφοράς του θεραπευόμενου. Με άλλα λόγια, βάζει τον εαυτό του στη θέση του θεραπευόμενου και βιώνει τα συναισθήματά του και την εμπειρία του, σαν να ήταν αυτός, χωρίς όμως να ταυτίζεται συναισθηματικά ή να χάνει τη δική του υπόσταση.
-
Η επικοινωνία της ενσυναισθητικής κατανόησης και της άνευ όρων αποδοχής του θεραπευτή στον θεραπευόμενο επιτυγχάνεται τουλάχιστον ως ένα ελάχιστο βαθμό.
Αν οι παραπάνω συνθήκες επιτευχθούν ως ένα βαθμό, τότε σύμφωνα με την Προσωποκεντρική Προσέγγιση, η θεραπευτική αλλαγή είναι δυνατόν να επιτευχθεί. Σταδιακά, ο θεραπευόμενος θα αναγνωρίσει τις πεποιθήσεις, τα συναισθήματα του, θα τα επεξεργαστεί, και θα βελτιώσει τη ζωή του και τη σχέση του με τους άλλους.
Αυτό το θεραπευτικό κλίμα, αποτελεί τη βάση της Προσωποκεντρικής Προσέγγισης.
Όπως ο Carl Rogers, 1953 υποστήριξε: «Το άτομο έχει μέσα του πλούσιες δυνατότητες να κατανοεί τον εαυτό του και να μεταβάλει την αυτο-εικόνα του, τις βασικές στάσεις ζωής και την αυτο-κατευθυνόμενη συμπεριφορά του.
Οι δυνατότητες αυτές μπορούν να απελευθερωθούν μόνο εάν εξασφαλιστεί ένα συγκεκριμένο κλίμα διευκολυντικών ψυχολογικών στάσεων».
Χαρακτηριστικά του Προσωποκεντρικού ΨυχοΘεραπευτή
-
Ο θεραπευτής, κατά τη θεραπευτική διαδικασία, έχει μεγάλη ευθύνη προς τον πελάτη του/θεραπευόμενο.
-
Δεν καθοδηγεί τον πελάτη, αλλά αξιοποιώντας τις θεραπευτικές συνθήκες γίνεται ο συνοδοιπόρος του θεραπευόμενου κατά τη θεραπευτική διαδικασία.
-
Δεν είναι λειτουργεί ως αυθεντία. Αντίθετα, αναγνωρίζει ότι ο μόνος ειδικός, είναι ο ίδιος ο πελάτης!
-
Κύριος στόχος του θεραπευτή, είναι να αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης με το θεραπευόμενο. Να είναι γνήσιος, αυθεντικός, ολόκληρος στη θεραπευτική σχέση, χωρίς να υποδύεται ένα ρόλο. Την ίδια στιγμή να παρέχει ένα "κλίμα" αποδοχής, ενσυναίσθησης και αυθεντικότητας, όπως αναφέρουν παραπάνω οι θεραπευτικές συνθήκες.
-
Στόχος του είναι να συμβάλει ώστε ο θεραπευόμενος να αισθανθεί αποδεκτός και ασφαλής και ελεύθερος να είναι ο εαυτός του, με το δικό του τρόπο και τις δικές του δυνάμεις.
Αναφορές:
-
Rogers, C. R. (1961). On becoming a person: A therapist's view of psychotherapy. Boston: Houghton Mifflin Company.
2. Tony Merry (1994). Invitation to Person-centered Psychology. PCCS Books Ltd.
-
Βασιλική Ι. Παπακίτσου
Οι συντροφικές σχέσεις αφορούν τους περισσότερους ανθρώπους. Ξεκινούν από μία έντονη έλξη, στη συνέχεια ερωτεύονται, υπάρχει πάθος, ένταση, και όλα αυτά τα συναισθήματα μπορούν να εξελιχθούν σε βαθιά και ουσιαστική αγάπη, που εκφράζεται με τρυφερότητα, οικειότητα, φροντίδα, ενδιαφέρον, ενσυναίσθηση, αποδοχή, θαυμασμό, σεβασμό, συντροφικότητα, κοινούς στόχους. Αυτό όμως που αποτελεί και το θεμέλιο λίθο στη σχέση του ζευγαριού είναι η εμπιστοσύνη, και η αμοιβαία δέσμευση στο Μαζί.
Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν, και αφορούν όλες τις πτυχές της συμβίωσης, η εδραίωση συναισθήματος ασφάλειας, οικειότητας, ηρεμίας, ισορροπίας που οδηγούν βαθμιαία στην ατομική και κοινή ευτυχία του ζευγαριού.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό το ζευγάρι να βρει τρόπους να διευθετεί τα προβλήματα και τις δυσκολίες που προκύπτουν με έναν τρόπο που θα είναι αποτελεσματικός, χωρίς γκρίνια, καβγάδες, και ανταγωνισμούς. Η έλλειψη επικοινωνίας και ουσιαστικού διαλόγου απομακρύνουν το ζευγάρι, ενώ απομονώνονται και ψυχραίνονται οι σχέσεις τους. Όλα αυτά αθροίζονται με αρνητικό πρόσημο για τη μελλοντική βιωσιμότητά του και ευτυχή εξέλιξή του.
Ο Gottman (1994), αναφέρει τρόπους, τεχνικές, που μπορεί να οδηγήσουν το ζευγάρι να ενισχύσει τις σχέσεις του. Μία τεχνική είναι «η αντίσταση στην αλλαγή». Ξεκινάει το κάθε μέλος να γίνει αυτό που επιζητά από τον άλλον. Να μπορεί να αλλάζει, να μετασχηματίζει τη συμπεριφορά του, χωρίς όμως να χάνει την προσωπικότητά του, την ατομικότητά του, αλλά να μπορεί να ολοκληρώνεται μέσα στη σχέση, και να αισθάνεται παράλληλα αποδοχή.
Μία άλλη τεχνική είναι η «αναλογία πέντε προς ένα». Το ζευγάρι πρέπει να μοιράζεται πέντε θετικές στιγμές για κάθε αρνητική εμπειρία, ώστε η σχέση να παραμείνει ισχυρή και σταθερή.
Είναι σημαντικό λοιπόν, να μην πέφτει σε παγίδες όπως είναι η επικριτική και η αμυντική στάση, η περιφρόνηση και η άρνηση της επικοινωνίας. Αντίθετα, θα πρέπει να ενισχύσει όλα εκείνα που εξαρχής ένωσαν το ζευγάρι και θεμελίωσαν τη σχέση του.
Να επανασυνδεθούν, να θυμηθούν, και αναγνωρίσουν τη συναισθηματική τους σύνδεση, να αναπτύξουν πίστη στη σχέση τους, δέσμευση, πεποίθηση ότι θα τα καταφέρουν. Να μοιραστούν σκέψεις, προβληματισμούς, συναισθήματα, να επικοινωνήσουν ουσιαστικά. Αυτό που χρειάζεται είναι να ενισχυθεί η συντροφικότητα του ζευγαριού μέσα από το μοίρασμα, το νοιάξιμο, την τρυφερότητα, μέσα από κοινές δραστηριότητες.
Καθημερινές, μικρές συνήθειες, μπορούν να κάνουν θαύματα στη σχέση του ζευγαριού. Όπως, να δείχνουν προσοχή σε όσα λέει ο σύντροφος, να αξιοποιούν στο μέγιστο βαθμό την ενεργητική ακρόαση και τη γλώσσα του σώματος. Να περνούν χρόνο μαζί, να είναι εκεί ο ένας για τον άλλον, να ενισχύσουν το «Εμείς», να δείχνουν ενσυναίσθηση, φροντίδα, να μιλούν και να νιώθουν ότι ακούγονται. Με τη σωματική, συναισθηματική και ψυχική εγγύτητα ενισχύεται το δέσιμο του ζευγαριού.
Επίσης, προτείνει την τεχνική των «πέντε μαγικών ωρών» ανά εβδομάδα. Το ζευγάρι επιλέγει να κάνει πράγματα διασκεδαστικά, που αρέσουν και στους δύο, να περνούν χρόνο μαζί συζητώντας, γελώντας, συντροφεύοντας ο ένας τον άλλον στην καθημερινότητα. Βοηθούν πάρα πολύ το ζευγάρι η αναγνώριση της προσωπικότητας του άλλου, αλλά και της προσφοράς του.
Επίσης, η θετική συμπεριφορά, η κατανόηση και η ικανοποίηση των αναγκών του συντρόφου, η αναγνώριση λαθών, αστοχιών στη συμπεριφορά, και από τους δύο, αλλά και η επιβεβαίωση ότι το κάθε μέλος θα διεκπεραιώσει τις ευθύνες που έχει αναλάβει. Τότε το ζευγάρι έρχεται πιο κοντά, ανανεώνονται και οι ίδιοι ως άτομα αλλά και η σχέση τους. Έχει αποδειχθεί πως η καταγραφή και μόνο όσων μας χαροποιούν από το σύντροφο μπορεί να επιφέρει βελτίωση στη σχέση στο 70% των ζευγαριών (Goldstein, 1972).
Επιπρόσθετα, θα βοηθούσε το ζευγάρι να ακολουθούν τις «τελετουργίες ένωσης» που συμβάλλουν στην ενδυνάμωση της σχέσης. Να μοιραστούν ένα φιλί των έξι δευτερολέπτων, το να τρώνε μαζί αντικρυστά, να ασκούνται μαζί, να συνομιλούν καθημερινά για 30΄ και να μοιράζονται τις εμπειρίες τους. Αυτός ο διάλογος συμβάλλει όχι μόνο στη μείωση του άγχους, αλλά ενδυναμώνει και τη συναισθηματική σχέση του ζευγαριού. Να προγραμματίζουν μία φορά το χρόνο διακοπές μόνοι τους, ώστε να επανασυνδεθούν σε όλα τα επίπεδα.
Τέλος, ο Gottman (1999), προτείνει «επτά αρχές της λειτουργικής σχέσης» που θεωρεί ότι μπορούν να αποτρέψουν μία σχέση από το χωρισμό. Πρόκειται, για την «ενίσχυση του χάρτη της αγάπης», όπου γνωρίζουμε το σύντροφό μας όσο περισσότερο μπορούμε. Το «ενδιαφέρον και η αναγνώριση των επιτευγμάτων του άλλου», καθώς και η έκφραση θαυμασμού για αυτά. Τη «στροφή του ενός προς τον άλλο», το να «αφήσεις το σύντροφό σου να σε επηρεάσει», την «επίλυση των προβλημάτων που λύνονται», χωρίς να τα αφήνουν να διαιωνίζονται και να κλιμακώνονται. Το «να μην παραιτούνται» από κάθε προσπάθεια υπερνίκησης των προβλημάτων, τη «δημιουργία κοινού νοήματος σε σχέση με τις αξίες και την εξέλιξη της σχέσης», που οδηγεί στη δημιουργία ισχυρών δεσμών για τη διατήρηση της σχέσης.
Σε κάθε περίπτωση, η αγάπη, η αποδοχή, η ενσυναίσθηση, η δέσμευση, η εμπιστοσύνη, η φροντίδα, η ασφάλεια, ο αλληλοσεβασμός, ο διάλογος και η επικοινωνία, αποτελούν τους θεμέλιους λίθους μιας ευτυχισμένης συντροφικής σχέσης.
Αναφορές
-
Gottman, J.; Silver, N. (1999). The Seven Principles for Making Marriage Work. Crown Publishers imprint - Three Rivers Press.
-
Harway, Μ. (2005) Handbook of Couples Therapy. John Wiley & Sons, Inc.
-
Silver, Ν.; Gottman, J. (1994). Why Marriages Succeed or Fail: What You Can Learn from the Breakthrough Research to Make Your Marriage Last. Simon & Schuster.
-
Βασιλική Ι. Παπακίτσου
Μέσα από τη συντροφικότητα τα άτομα αισθάνονται ασφαλή, νιώθουν ικανοποίηση, ενισχύουν την ψυχική και σωματική τους υγεία, βελτιώνουν την ποιότητα της ζωής τους, προστατεύονται από τη μοναξιά.
Ανάλογα με τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά τους τα άτομα επιλέγουν το σύντροφό τους, είτε μέσω της έλξης όμοιων χαρακτηριστικών, είτε μέσω της έλξης αντίθετων στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση, η επικοινωνία και η ουσιαστική αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ανθρώπων αποτελεί μία αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση για να αναπτυχθεί μία σχέση (Kelley et al., 1983).
Όταν όμως ένα ζευγάρι μονιμοποιήσει τη σχέση του προκύπτουν πολλά θέματα που καλείται το ζευγάρι να διευθετήσει, τόσο πρακτικά που αφορούν τη διαχείριση της καθημερινότητας, οικονομικά, της ανατροφής των παιδιών, της κοινωνικής τους ζωής ως ζευγάρι ή μόνοι τους, αλλά και της σεξουαλικής τους ζωής.
Αν τα θέματα αυτά δεν έχουν συζητηθεί νωρίτερα και δεν γνωρίζουν τις προσωπικές τους αξίες και ιστορίες, καθημερινές συνήθειες, τρόπο σκέψης και αυτοδιαχείρισης, τότε είναι πολύ εύκολο, όταν προκύψουν αντιξοότητες, να διαπιστώσουν τις μεταξύ τους διαφορές, να μην καταφέρουν να τις διαχειριστούν ομαλά, και αναπόφευκτα να συγκρουστούν.
Ένας βασικός παράγοντας που οδηγεί σε σύγκρουση είναι ο αρνητικός τρόπος σκέψης. Σε αυτή την περίπτωση ο παλαιότερα εξιδανικευμένος σύντροφος όχι μόνο απομυθοποιείται, αλλά και γίνεται αποδέκτης αρνητικών σκέψεων που ενισχύονται όταν οι υψηλές τους προσδοκίες δεν εκπληρώνονται, ή πέφτουν στην παγίδα να «διαβάζουν τη σκέψη του άλλου» πλάθοντας σενάρια που τελικά ενισχύουν και διογκώνουν τη σύγκρουση.
Τότε, προκύπτουν και γενικευμένες εκφράσεις που χαρακτηρίζουν το σύντροφο ως προσωπικότητα και όχι τη συμπεριφορά του, που ερμηνεύονται με καταδικαστικό και τελεσίδικο τρόπο. Αποδίδουν το πρόβλημα σε σταθερά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του άλλου. Και όλα αυτά οδηγούν σε ένα φαύλο κύκλο παρεξηγήσεων. Παρερμηνεύονται αντιδράσεις, όπως η εργασιακή κόπωση και το άγχος, η απότομη συμπεριφορά, ως αδιαφορία, και το ζευγάρι απομακρύνεται. Η έλλειψη επικοινωνίας και εποικοδομητικού διαλόγου οδηγεί στη διαστρέβλωση της κατάστασης και σε αδιέξοδο.
Το ίδιο συμβαίνει όταν ο σύντροφος παρερμηνεύει τα μηνύματα του άλλου, τη συμπεριφορά του, πλάθει δικές του ιστορίες, με το δικό του κώδικα, και τελικά τέτοιες παρερμηνείες οδηγούν σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία παρερμηνεύοντας τη συμπεριφορά και τα κίνητρα του άλλου, προκαλώντας τις καταστάσεις που θέλει να αποφύγει. Όταν ένα άτομο αποδίδει ένα συμβολικό νόημα σε ένα γεγονός, τότε η αντίδρασή του μπορεί να είναι υπερβολική, να στρεβλώνει την κατάσταση και να οδηγεί σε πολλαπλές ερμηνείες.
Το ζευγάρι χάνει πολύτιμο χρόνο, διαμορφώνει ασφυκτικές καθημερινές συνθήκες, απομακρύνεται, ψυχραίνονται οι σχέσεις του. Διαπιστώνεται στην πορεία της σχέσης του ζευγαριού έλλειψη σεβασμού, εμπιστοσύνης, θαυμασμού, που υπήρχε αρχικά, αποδίδονται προσβολές, σκληρή κριτική που ισοπεδώνει τη σχέση και την ψυχολογία και των δύο. Παρατηρείται έλλειψη επικοινωνίας, οικειότητας, τρυφερότητας, συντροφικότητας στο ζευγάρι.
Ένας άλλος βασικός παράγοντας σύγκρουσης των ζευγαριών είναι οι διαφορές στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους ακριβώς επειδή οδηγούν σε διαφορετικές ερμηνείες των καταστάσεων. Βλέπουν μόνο αρνητικά χαρακτηριστικά στο σύντροφο, από διαφορετικές και κλειστές οπτικές γωνίες τα γεγονότα, και τα ερμηνεύουν διαφορετικά. Εδώ η αποδοχή του άλλου, ο αλληλοσεβασμός και η ενσυναίσθηση θα μπορούσαν να λειτουργήσουν πυροσβεστικά, και να δουν ο ένας τον άλλον πιο θετικά και ρεαλιστικά.
Τέλος, οι κανόνες στη σχέση μπορεί να βοηθήσουν ή να δυσκολέψουν περισσότερο το ζευγάρι. Ακόμη και εύλογοι κανόνες προκαλούν προβλήματα όταν δεν εφαρμόζονται και από τους δύο σωστά. Όταν οι σύντροφοι τούς χειρίζονται ως απόλυτους και απαραβίαστους, και τα «πρέπει πνίγουν», θυμώνουν, νιώθουν ότι θίγονται ή απειλούνται και η πιθανότητα σύγκρουσης αυξάνεται.
Απαιτείται κοινή επιλογή και συμπόρευση.
Αναφορές
-
Kelley H.H., Berscheid E., Christensen A., Harvey J.H., Huston T.L., et al. (2002/1983). Close Relationships. Clinton Corners, NY: Percheron
-
Laursen B., Bukowski W.M. (1997). A developmental guide to the organization of close relationships. Int. J. Behav. Dev. 21:747–70
-
Hinde R.A. (1997). Relationships: A Dialectical Perspective. Sussex, UK: Psychol. Press
-
Harway, Μ. (2005) Handbook of Couples Therapy. New York: John Wiley & Sons,
• Minuchin, S. (2000) Οικογένειες και οικογενειακή θεραπεία. Αθήνα: Ελληνικά
-
Βασιλική Ι. Παπακίτσου
Η Θετική διεκδικητική συμπεριφορά, αποτελεί έναν τύπο επικοινωνίας και συμπεριφοράς, που στηρίζεται στο ότι το άτομο μπορεί να προασπίσει τα δικαιώματά του, χωρίς να καταπατήσει – παραβιάσει τα δικαιώματα των άλλων. Αυτή η συμπεριφορά μπορεί να βοηθήσει το άτομο να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις και να δημιουργήσει υγιείς, ουσιαστικότερες και αποτελεσματικότερες διαπροσωπικές σχέσεις.
Στηρίζεται όχι μόνο στην προσωπικότητα του ατόμου και σε σημαντικές επικοινωνιακές δεξιότητες που μπορεί να διαθέτει, αλλά και στην επιθυμία του να αλλάξει, να μετασχηματίσει τη συμπεριφορά του προς την κατεύθυνση που το ίδιο επιθυμεί. Προϋποθέτει αυτογνωσία, αυτοπεποίθηση, αυτοσεβασμό, αποδοχή των άλλων, των δικών του ορίων, ενσυναίσθηση, και ρεαλισμό. Όλα αυτά θα τον βοηθήσουν να αναπτύξει τεχνικές στη θετική διεκδικητική συμπεριφορά ώστε να δει τις αλλαγές που επιθυμεί.
Υπάρχουν λοιπόν οι συμπεριφορικές τεχνικές, αυτές που εστιάζουν σε εξωλεκτικές συμπεριφορές και με στόχο να τροποποιήσουν λεκτικές συμπεριφορές. Εδώ γίνεται αναφορά στη γλώσσα του σώματος. Στεκόμαστε με έναν τρόπο που δηλώνει δυναμισμό, αυτοπεποίθηση, με έναν τόνο φωνής που δηλώνει ψυχραιμία, αυτοκυριαρχία, σταθερότητα, και ένταση φωνής ανάλογα με την περίσταση. Η βλεμματική επαφή είναι σημαντικό να είναι σταθερή, με νόημα, και όχι επίμονη.
Μπορούν επίσης να αξιοποιηθούν τεχνικές όπως οι συμπεριφορικές πρόβες. Το παίξιμο ρόλων, η μελέτη περίπτωσης, μέσα από τη δημιουργία σεναρίων, μπορεί να βοηθήσει στο να γίνει αναφορά στο γεγονός, στα συναισθήματα και τις συνέπειες. Η θετική ενίσχυση και επιβράβευση όταν η συμπεριφορά είναι η αναμενόμενη σίγουρα βοηθά.
Βοηθητική είναι και η χρήση βιντεοσκοπημένων συμπεριφορών του ίδιου του θεραπευόμενου, με στόχο την ανατροφοδότηση και τη μάθηση μέσω της αυτοπαρατήρησης. Η έκφραση θετικών ή αρνητικών συναισθημάτων, και η χρήση του πρώτου ενικού προσώπου κινούνται στην ίδια κατεύθυνση.
Βεβαίως, δεν περιμένουμε άμεσα να γίνουν αλλαγές. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται συνεχής επανάληψη των θέσεών μας, «τεχνική η βελόνα κόλλησε», για να έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Όταν όμως δεν επιτυγχάνεται το θεμιτό αποτέλεσμα, αξιοποιείται η «τεχνική της κλιμάκωσης», εκφράζοντας τη θέση του, κλιμακώνοντας την αντίδρασή του, επαναλαμβάνοντας, ενημερώνοντας για τις συνέπειες, και τέλος, εφαρμόζοντάς τες.
Το να μπορεί το άτομο να εκφράσει ολοκληρωμένα την άποψή του στις συζητήσεις είναι σημαντικό. Το να μπορεί όμως να αντιστέκεται στις διακοπές και να ακούγεται, είναι η βάση της θετικής διεκδικητικής συμπεριφοράς.
Με λεκτικούς και εξωλεκτικούς τρόπους, στάση σώματος, βλεμματική επικοινωνία, τόνος, ένταση, ρυθμός φωνής, επανάληψη των λεγομένων του, παράθεση των επιχειρημάτων του με έμφαση, και χωρίς απολογίες σε αυτόν που διακόπτει, και χωρίς θυμό, αλλά με σταθερότητα, ψυχραιμία, διάθεση για διάλογο και επικοινωνία, θετική στάση και αυτοπεποίθηση, μπορεί πράγματι να καταφέρει να εδραιώσει τη θετική διεκδικητική συμπεριφορά.
Αναφορές
-
Κοκκινάκη, Φ. (2006). Κοινωνική ψυχολογία: Εισαγωγή στη μελέτη της κοινωνικής συμπεριφοράς. Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός: Αθήνα.
-
Τσέκου, Χ. (2022). Εκπαίδευση στη ∆ιεκδικητική Συμπεριφορά. ΕΚΠΑ: Αθήνα.
-
Dwyer, D. (2013) Interpersonal Relationships. Taylor & Francis.
-
Hinde R.A. (1997). Relationships: A Dialectical Perspective. Sussex, UK: Psychol. Press.
-
Βασιλική Ι. Παπακίτσου
Ο Θυμός είναι έντονο συναίσθημα και αποτελεί αντίδραση του ατόμου όταν νιώθει απογοήτευση και αδικία. Αποτελεί απάντηση σε εξωτερική απειλή, σε ζημία, ματαίωση επιθυμιών και στόχων.
Και ενώ ενισχύει την προάσπιση των δικαιωμάτων του ατόμου και είναι λειτουργικός όταν συμβάλλει στην ωρίμανση της προσωπικότητας του, είναι δυσλειτουργικός όταν εκδηλώνεται έντονα, ακατάλληλα και συμβαίνει συχνά.
Η διαχείριση του θυμού απαιτεί διάθεση για αλλαγή, αυτοσυγκράτηση, αντικειμενική παρατήρηση, με στόχο, την επαρκή διαχείριση των εντάσεων και δυσκολιών στη ζωή του ατόμου.
Με το θυμό, φαινομενικά, γίνεται μια προσπάθεια κυριαρχίας των άλλων, όμως στην πραγματικότητα είναι μια προσπάθεια κυριαρχίας προς τον εαυτό. Αυτό σημαίνει ότι το ίδιο το άτομο πρέπει να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί το συναίσθημα του θυμού ως μία φυσιολογική αντίδραση. Αποτελεί φυσιολογικό κομμάτι της ζωής του το οποίο πρέπει να αποδεχθεί και να διαχειριστεί αποτελεσματικά.
Στη συνέχεια, μέσω του αυτοελέγχου να αποσυρθεί από το πρόβλημα μέχρι να ηρεμήσει. Τότε θα έχει τη δυνατότητα ήρεμο πλέον, μέσω της αυτοπαρατήρησης, του αυτοελέγχου, της αυτοαξιολόγησης, να προσδιορίσει τα αντικειμενικά αίτια του θυμού, τα συναισθήματά του, να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης, την πνευματική του κατάσταση τη δεδομένη στιγμή, και να τα διακρίνει από την ερμηνεία που το ίδιο είχε πρότερα προσδώσει.
Αυτή η διάκριση, θα του παρέχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει τις δυσλειτουργικές σκέψεις και συμπεριφορές του, να επιλύσει το πρόβλημα που αρχικά πυροδότησε το θυμό και να εξελιχθεί, νοηματοδοτώντας τις επόμενες επιλογές του μέσα από την αυτογνωσία και τον προσωπικό του μετασχηματισμό - αλλαγή.
Σε όλη αυτή την προσπάθεια αρωγός θα είναι οι τεχνικές θετικής διεκδικητικής συμπεριφοράς, καθώς και οι δεξιότητες επικοινωνίας που πρέπει να αναπτύξει.
Αξιοποιώντας αποτελεσματικά λεκτικές και μη λεκτικές μορφές επικοινωνίας θα εκφράσει το θυμό του άμεσα, τίμια, επικεντρωμένα στο θέμα, επίμονα επαναλαμβάνοντας σκέψη και συναισθήματα, χωρίς εξάρσεις, καχυποψία, προκαταλήψεις, με ενεργητική ακρόαση, με ανοιχτή-θετική σκέψη και ενσυναίσθηση, διάθεση συγχώρεσης, καθώς και ρεαλιστική ανάληψη των ευθυνών που του αναλογούν.
Η φυσική άσκηση λειτουργεί θετικά στη βελτίωση όχι μόνο της σωματικής, αλλά και της ψυχικής υγείας του ατόμου που το αποσυμφορεί από την εκδήλωση αρνητικών σκέψεων και συναισθημάτων και ενεργοποιεί θετικά τον εγκέφαλο. Ενισχύει την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, το εξοικειώνει με στρεσσογόνους παράγοντες, ανακουφίζει τα συμπτώματα της κατάθλιψης.
Είναι πολύ σημαντικό επίσης, το άτομο να εκπαιδευθεί σε τεχνικές χαλάρωσης αλλά και ασκήσεις αναπνοής που θα βοηθήσουν στον αυτοέλεγχό του, στην αποστασιοποίησή του από το πρόβλημα και από την αρνητική έκφραση του θυμού.
Βασιλική Ι. Παπακίτσου
«Σύντομη αναφορά στα χαρακτηριστικά των παιδιών με χαμηλή αυτοεκτίμηση και στα χαρακτηριστικά των παιδιών με υψηλή αυτοεκτίμηση»
Αυτοεκτίμηση είναι η αντίληψή μας για την προσωπική μας αξία. Πρόκειται για την γνώση του ίδιου μας του εαυτού, της αξίας του, αλλά και του πόσο αγαπητός είναι. Αυτοεκτίμηση σημαίνει να γνωρίζω ότι αξίζω, ότι είμαι ικανός και αγαπητός. Είναι ο βαθμός στον οποίο μας αρέσει ο εαυτός μας και τον εκτιμούμε.
Σύμφωνα με τον James, η αυτοεκτίμηση επηρεάζεται από τις προσωπικές φιλοδοξίες και τις υποκειμενικές αξιολογήσεις του ατόμου σχετικά με την επίτευξη ή όχι των επιδιωκόμενων στόχων του. Αναπτύσσεται από πολύ νωρίς στη ζωή του παιδιού και συνεχίζεται σε όλη τη διάρκειά της (Λεονταρή, 1996).
Στη διαμόρφωσή της συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό το οικογενειακό και το σχολικό περιβάλλον, αλλά και γενικά η ευρύτερη ομάδα των συνομηλίκων και ο κοινωνικός περίγυρος.
Τα παιδιά που έχουν δημιουργήσει μια καλή εικόνα για τον εαυτό τους, και έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση, βλέπουν τον εαυτό τους ρεαλιστικά, γνωρίζουν τις δυνατότητές τους και τις αδυναμίες τους κι είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν πιο αποτελεσματικά τις δυσκολίες και να αντιστέκονται στις αρνητικές πιέσεις. Δεν αφήνουν τα αρνητικά συναισθήματα να τους κυριεύσουν.
Διαθέτουν ευρύ κύκλο γνωριμιών και χαίρονται την αλληλεπίδραση με τους άλλους, προσαρμόζονται εύκολα σε νέα περιβάλλοντα και ανταποκρίνονται καλά σε ομαδικές δραστηριότητες. Δεν αποζητούν θαυμαστές, είναι αξιόπιστοι, γενναιόδωροι και πρόθυμοι να βοηθήσουν τους άλλους, αλλά και να συνεργαστούν, και τα καταφέρνουν καλά σχεδόν σε οποιαδήποτε ομάδα συμμετέχουν. Αναγνωρίζουν με ρεαλιστικό τρόπο το λάθος τους, τι έχει συμβεί και πού οι ίδιοι έσφαλαν.
Ακόμα κι αν εμφανιστούν δυσκολίες, δεν τα παρατάνε, ενώ μπορεί να εκφράσουν τη δυσκολία τους χωρίς να υποτιμούν τον εαυτό τους ή τους άλλους. Εκφράζουν την αλήθεια χωρίς να προσπαθούν να κερδίσουν την εύνοια κανενός. Ανταποκρίνονται θετικά στον έπαινο και την αναγνώριση και αισθάνονται καλά για τα επιτεύγματά τους.
Αντίθετα, τα παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση έχουν μια κακή εικόνα για τον εαυτό τους. Συνήθως, διακατέχονται από άγχος και συναισθηματική αστάθεια και καταβάλλουν μειωμένες προσπάθειες. Δυσκολεύονται πολύ να ανταποκριθούν στις αλλαγές και γι’ αυτό είναι απρόθυμοι να δοκιμάσουν καινούρια πράγματα.
Μπορεί να αντιλαμβάνονται τις προκλήσεις ως πηγές άγχους και να δυσκολεύονται να βρουν λύσεις στα προβλήματα που προκύπτουν.
Δεν αντέχουν τις απογοητεύσεις, τα παρατάνε εύκολα και περιμένουν βοήθεια από τους άλλους, ενώ αντιμετωπίζουν τις παροδικές δυσκολίες σαν μόνιμες, και είναι απαισιόδοξα.
Αφήνουν τα αρνητικά συναισθήματα να τους κυριεύσουν.
Επιζητούν την επιδοκιμασία των άλλων και εξαρτούν τη διάθεσή τους από αυτή.
Τα χαρακτηριστικά αυτά αποτελούν παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση στρες και άλλων ψυχικών διαταραχών.
Χρησιμοποιούν επίσης, πολλούς αμυντικούς μηχανισμούς προκειμένου να αποτρέψουν τους άλλους να καταλάβουν πόσο ανεπαρκείς και ανασφαλείς αισθάνονται, και γι’ αυτό συχνά οδηγούνται στην κοινωνική απόσυρση και κάποιες φορές στην αντικοινωνική συμπεριφορά.
Αναφορές
-
Argyle M. (2002). Ψυχολογία της συμπεριφοράς, Εκδόσεις Θυμάρι, Αθήνα.
-
Coopersmith S. (1981). Self-esteem inventories. Palo Alto. CA. Consulting
-
Psychologists Press.
-
Daniel, L.G. & King, D.A. (1995). Relationships among various dimensions of self- esteem and academic achievement in elementary students. Mississippi.
-
Λεονταρή Α. (1996). Αυτοαντίληψη. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
-
Lawrence D. (1985). Improving self-esteem and reading. Educational Research. v27. n 3.
-
White P. (1986). Self-respect, self-esteem and the school: A Democratic
Perspective on Authority. Teachers College Record. V. 88. .
-
Βασιλική Ι. Παπακίτσου
Οι Olson & DeFrain (2000), πρότειναν ένα μοντέλο οικογενειακής λειτουργικότητας βασιζόμενοι στη θεωρία της Baumrimd. Οι δύο βασικοί άξονες του μοντέλου οικογενειακής λειτουργικότητας είναι η οικογενειακή προσαρμοστικότητα και η οικογενειακή συνοχή.
Ως οικογενειακή προσαρμοστικότητα ορίζεται το πώς η οικογένεια λειτουργεί ως σύνολο, κατά πόσο υπάρχει ευελιξία και ετοιμότητα για την αντιμετώπιση αλλαγών και δυσκολιών και με ποιο τρόπο λαμβάνονται αποφάσεις. Ως οικογενειακή συνοχή ορίζεται το συναισθηματικό δέσιμο που χαρακτηρίζει μια οικογένεια.
Από τους παράγοντες της οικογενειακής προσαρμοστικότητας και της οικογενειακής συνοχής προκύπτουν τέσσερις βασικοί τύποι οικογενειών: ο ισορροπημένος οικογενειακός τύπος, ο ενδιάμεσος οικογενειακός τύπος, ο εξαρτημένος οικογενειακός τύπος, και ο ακραίος οικογενειακός τύπος.
Λαμβάνοντας υπόψη τα τέσσερα επίπεδα της προσαρμοστικότητας που προτείνουν και τα τέσσερα στάδια συνοχής, ο ισορροπημένος οικογενειακός τύπος, κινείται στο μέτριο προς υψηλό (ευέλικτο) επίπεδο προσαρμοστικότητας και μέτρια προς υψηλή (δεμένος), στο επίπεδο της οικογενειακής συνοχής. Τον ισορροπημένο οικογενειακό τύπο θα μπορούσαμε να τον τοποθετήσουμε στον δημοκρατικό τύπο γονέα.
Πρόκειται για μία οικογένεια όπου τα μέλη της βιώνουν ασφάλεια, αγάπη, αποδοχή, στοργή και φροντίδα. Τα μικρά παιδιά νιώθουν ασφάλεια και μπορούν να εξερευνήσουν το περιβάλλον τους, νιώθοντας ότι υπάρχει ασφαλής βάση. Εξελίσσονται και εξερευνούν και τον εαυτό τους, μαθαίνουν, δημιουργούν, κοινωνικοποιούνται. Αναπτύσσονται ουσιαστικές σχέσεις μεταξύ των μελών της ομάδας, μοιράζονται, επικοινωνούν, συμμετέχουν σε κοινές δραστηριότητες.
Μεγαλώνοντας τα παιδιά, οι γονείς προσπαθούν να διαχειριστούν τη συμπεριφορά τους, ακόμη κι αν αυτή δεν είναι πλήρως αποδεκτή από τους ίδιους, με διάλογο, ενεργητική ακρόαση, ενσυναίσθηση, συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, χωρίς να τα καταπιέζουν, ώστε να αισθανθούν αποδεκτά. Αυτό βοηθά στο να γίνονται ευπροσάρμοστα σε αλλαγές ή δυσκολίες, διότι νιώθουν αγάπη, ασφάλεια, αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση και ελεύθερα να εκφραστούν. Σε κάθε περίπτωση, θέτουν σαφή όρια και παρέχουν θετικές συνέπειες για την εκδήλωση της θετικής συμπεριφοράς, και νοιάζονται για την εύρυθμη λειτουργία της οικογένειας.
Όσο πιο δεμένη είναι η οικογένεια τόσο πιο εύρυθμη είναι η λειτουργία της.
Υπάρχει ισορροπία στις σχέσεις, αποδοχή, έκφραση των σκέψεων, των συναισθημάτων τους, θετικών και αρνητικών και της διαχείρισής τους, που οδηγεί σε αρμονία και διαμόρφωση ισχυρών δεσμών τόσο βραχυπρόθεσμα όσο κι μακροπρόθεσμα.
Δημιουργείται το αίσθημα του «ανήκειν», της φροντίδας, της ασφάλειας, της ελευθερίας, του μοιράσματος.
Όλα αυτά συμβάλλουν στη δημιουργία θετικών αντίγραφων οικογενειακών σεναρίων που «κληροδοτούνται» στην επόμενη γενιά. Αποτελούν σημαντική παρακαταθήκη για την επόμενη γενιά.
Βασιλική Ι. Παπακίτσου
Η θεραπεία ζεύγους, επίτευγμα του 20ου αιώνα, αναφέρεται σε ένα ευρύ φάσμα θεραπευτικών παρεμβάσεων που στοχεύουν στην τροποποίηση της σχέσης των συντρόφων ώστε να ενισχυθεί η ικανοποίησης τους από τη σχέση και να αυξηθεί η λειτουργικότητά της.
Βασικές αρχές της θεραπείας ζεύγους είναι η αποδοχή της κοινής ευθύνης, και από τους δύο συντρόφους, για τα προβλήματα που έχουν προκύψει στη σχέση, καθώς αλλά και η αποδοχή ότι τα προβλήματά τους μόνο μέσα από κοινή προσπάθεια μπορούν να επιλυθούν.
Στις περισσότερες παρεμβάσεις αξιοποιούνται τα αποτελεσματικότερα στοιχεία από τα διαφορετικά μοντέλα, διαμορφώνοντας πολύπλευρα και ολιστικά συστήματα αξιολόγησης και παρέμβασης.
Και ενώ όταν παντρεύονται τα νέα ζευγάρια επιθυμούν έναν ευτυχισμένο γάμο με αμοιβαία αγάπη, σεβασμό και κατανόηση, ένα σημαντικό ποσοστό των γάμων καταλήγουν σε διαζύγιο. Στους λόγους για τους οποίους ένα ζευγάρι μπορεί να προσέλθει για θεραπεία είναι οι μεταξύ τους συνεχείς συγκρούσεις, προβλήματα στην επικοινωνία, η έλλειψη εγγύτητας, η απουσία ικανοποίησης του ενός από τον άλλον και τα προβλήματα που σχετίζονται με το σεξ.
Τα ζητήματα των σχέσεων του ζευγαριού εξετάζονται στο πλαίσιο του κύκλου της ζωής.
Το πρώτο στάδιο είναι το ζευγάρι πριν από το γάμο, το δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει ζητήματα που μπορεί να εμφανιστούν στα πρώτα χρόνια του γάμου και το τρίτο στάδιο αναφέρεται στην περίοδο που ακολουθεί τη γέννηση των παιδιών.
Το ανύπαντρο ζευγάρι ζει τον έρωτά του ανέμελα και την πιθανή επισημοποίηση της σχέσης του. Θεραπευτικά αιτήματα αφορούν κυρίως την πρόληψη αλλά και τη διαχείριση τυχόν δυσκολιών που έχουν προκύψει. Στα πρώτα χρόνια του γάμου, το ζευγάρι προσπαθεί να διαχειριστεί τις αλλαγές στην καθημερινότητά του. Παράλληλα, προσαρμόζεται στη συντροφική σχέση με βάση την αντίληψη-πρότυπο του κάθε συντρόφου για τη λειτουργία του θεσμού.
Με τον ερχομό του πρώτου παιδιού προκύπτουν ζητήματα που αφορούν στις αλλαγές των προτεραιοτήτων τους, στη μετάβαση από το ρόλο του συντρόφου/εραστή στο ρόλο του γονέα, με τις γονεϊκές ευθύνες και όλες τις αντικειμενικές δυσκολίες που συνεπάγονται σε όλη αυτή την περίοδο.
Οι θεραπευτικοί στόχοι της παρέμβασης περιλαμβάνουν:
-
Τροποποίηση των αντιλήψεων και των πεποιθήσεων σχετικά με την αγάπη, τιςσυντροφικές σχέσεις, το γάμο και την οικογενειακή ζωή. Το ζευγάρι μαθαίνει να μοιράζεται, να φροντίζει, να δείχνει αποδοχή, ενσυναίσθηση, αποκτά κοινούς στόχους, αναλαμβάνει από κοινού ευθύνες. Όλα αυτά βέβαια, χωρίς να χάσει ο κάθε σύντροφος την ταυτότητά του, την ατομικότητά του.
-
Αύξηση της αυτογνωσίας, της επίγνωσης των συναισθημάτων και της συναισθηματικής έκφρασης των δύο συντρόφων.
-
Η έκφραση, η εξωτερίκευση, και το μοίρασμα των συναισθημάτων, θυμού, φόβου, πόνου, αγάπης, χαράς, αλλά και των σκέψεων, βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση της θέσης του συντρόφου και στην αποφυγή παρεξηγήσεων που ψυχραίνουν τις σχέσεις και απομακρύνουν το ζευγάρι.
-
Μέσω της θετικής διεκδικητικής συμπεριφοράς το ζευγάρι μπορεί να θέτει όρια, κοινά αποδεκτούς κανόνες που διευκολύνουν τη μεταξύ τους επικοινωνία, ενδυναμώνουν τη σχέση και οδηγούν στην εγγύτητα.
-
Τροποποίηση δυσλειτουργικών συμπεριφορών που αποδυναμώνουν τη σχέση.
Μέσα από την έκφραση των συναισθημάτων ο κάθε σύντροφος μπορεί να αναγνωρίζει τις δυσλειτουργικές του συμπεριφορές, τις υπάρχουσες σκέψεις, αντιλήψεις, πεποιθήσεις και κανόνες, και να οδηγηθεί στο μετασχηματισμό τους, αντικαθιστώντας τους με ρεαλιστικότερους και λειτουργικότερους.
Η δέσμευση του ζευγαριού να είναι εκεί ο ένας για τον άλλον, με διάθεση να τον ακούν, με φροντίδα, αγάπη, αποδοχή, τρυφερότητα, ουσιαστική επικοινωνία, αποτελούν τα απαραίτητα εφόδια για μία δυνατή στο χρόνο και τις δυσκολίες σχέση.
Αναφορές
• Gottman, J.; Silver, N. (1999). The Seven Principles for Making Marriage Work.
Crown Publishers imprint - Three Rivers Press.
• Harway, Μ. (2005) Handbook of Couples Therapy. John Wiley & Sons, Inc.
• Beck, A. (1996) Δεν αρκεί μόνο η αγάπη. Πατάκη
• Γεώργας, Δ.: (1997) «Δομή και λειτουργία της ελληνικής οικογένειας», στο Οικογένεια και οικογενειακή πολιτική σ΄ένα μεταβαλλόμενο κόσμο, Πρακτικά Πανελλήνιου Συνεδρίου ΕΟΠ. Αθήνα: Επτάλοφος, σελ. 17-29.
• Γεώργας, Δ.: (1997) «Ψυχολογικές και οικολογικές διαστάσεις στη δομή και
λειτουργία της Οικογένειας», στο Γ. Τσιάντης (επιμ.) Βασική Παιδοψυχιατρική. Τόμος
Β’. Αθήνα – Καστανιώτης.
-
Αρθρογραφία: